ακλήτευτος

ακλήτευτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν καλέστησε νόμιμα ως μάρτυς στο δικαστήριο: Σημαντικός μάρτυρας, αλλά έμεινε ακλήτευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακλήτευτος — η, ο [κλητεύω] αυτός που δεν τόν κάλεσε δικαστικός κλητήρας να προσέλθει ως μάρτυρας ή ως διάδικος στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • απρόσκλητος — η, ο (AM ἀπρόσκλητος, ον) αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος αρχ. ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”